ἐγὼ οὖν δεινὰ ἂν εἴην εἰργασμένος ....

 

εἰ ὅτε μέν με οἱ ἄρχοντες ἔταττον,

     |                               \ οὓς ὑμεῖς εἵλεσθε ἄρχειν μου,

     |                      (καὶ ἐν Ποτειδαίᾳ καὶ ἐν Ἀμφιπόλει καὶ ἐπὶ Δηλίῳ),

τότε μὲν οὗ ἐκεῖνοι ἔταττον

                    (ἐνταῦθα μὲν) ἔμενον (ὥσπερ καὶ ἄλλος τις)

                             καὶ ἐκινδύνευον ἀποθανεῖν,

τοῦ δὲ θεοῦ τάττοντος ( = οὗ ὁ θεός με ἔταττε)

                   (ὡς ἐγὼ ᾠήθην τε καὶ ὑπέλαβον),

φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους,

            ἐνταῦθα δὲ .... λίποιμι τὴν τάξιν

                   φοβηθεὶς ἢ θάνατον [29a] ἢ ἄλλ(o)  ὁτιοῦν πρᾶγμα.

 

δεινόν τἂν εἴη,

                   καὶ ὡς ἀληθῶς

τότ' ἄν με δικαίως εἰσάγοι τις εἰς δικαστήριον,

          ὅτι οὐ νομίζω θεοὺς εἶναι ἀπειθῶν τῇ μαντείᾳ καὶ δεδιὼς θάνατον               

καὶ οἰόμενος σοφὸς εἶναι οὐκ ὤν.

 

τὸ γάρ τοι θάνατον δεδιέναι = οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ δοκεῖν σοφὸν εἶναι

                                                 μὴ ὄντα:

                   δοκεῖν γὰρ εἰδέναι ἐστὶν ἃ οὐκ οἶδεν.

 

οἶδε μὲν γὰρ οὐδεὶς τὸν θάνατον

          οὐδ' εἰ τυγχάνει τῷ ἀνθρώπῳ πάντων μέγιστον ὂν τῶν ἀγαθῶν,

δεδίασι δ' ὡς εὖ εἰδότες ...