present

future

aorist

perfect

perf.pass

aor. pass

ἀισθάνομαι

ἀισθήσομαι

ᾐσθόμην

 

ᾐσθήμαι

 

γράφω

            r  e  g

u  l  a  r

γέγραφα

γεγράμμαι

ἐγράφην

δια-βάλλω

-βαλῶ

-έβαλον

-βεβληκα

-βέβλημαι

-εβλήθην

δίδωμι

    Y  O  U ’D

B E T T E R

K N O W

T H I S

O N E !

ἐπίσταμαι

ἐπιστήσομαι

(impf. ἠπισταμην)

 

 

ἠπιστήθην

ἐρωτάω /

ἔρομαι

regular/

ἐρήσομαι      

ἠρόμην

 

 

 

ἐχω

ἕξω / σχήχω

ἔσχον

(impf. εἴχον)

ἔσχηκα

ἔσχημαι

ἐσχέθην