Vocab. pp. 60-61

 

δια-φθείρω, -φθερῶ, έφθειρα, έφθαρκα (έφθορα), έφθαρμαι, -εφθάρην -- ruin

  > διέφθαρτο, was disabled ... δια—φθείρεσκε, was ruining (with frequentative –σκ-)

ἐπ-ίστημι  -- stand over

σημαίνω, σημανῶ, ἐσήμηνα – give a sign (σῆμα), signify

ἀπ-όλλυμι (< ὀλ-νυ-μι), -ολῶ, -ώλεσα, ὄλωλα (ὀλώλεκα) – destroy

[ἔθω] perf. εἴωθα, plpf. εἴωθη – be accustomed –> participle, ἐωθ-ώς, -ότος, κτλ.

δέομαι – ask, beg, be in need (<  δέω).  > προσ-δέομαι,   ask one thing in addition to another

καθαίρω, καθαρῶ, ἐκάθηρα – purify, give purification (κάθαρσις)

φονεύω – slay (not always ‘murder’)

ἀμείβομαι – answer (< ἀμείβω, exchange)

ἐλαύνω, ἐλῶ, ἤλασα, ἐλήλακα, ἐλήλαμαι, ἠλάθην – drive (out), expel > ἐξ-εληλαμένος

στερέω – deprive, take away

μιμνήσκω, μνήσω, ἔμνησα, μέμνημαι, ἐμήσθην – remind, remember, have in mind

            cf. μνημονεύω – remember (< μνήμων, recorder, legal witness)

ἀκούω,  perfect ἀκήκοα  > participle ἀκηκο-ὼς.