masc.

fem.

neut.

διδούς,

  διδό-ντος

διδό-ντι

διδό-ντα

διδοῦσα

διδούσ-ης

διδούσ-ῃ

διδούσ-αν

διδὸν,

  διδό-ντος

διδό-ντι

διδὸν

(pl.) διδόντες

διδόντων

διδοῦσι (< διδο-ντ-σι)

διδό-ντας

διδούσ-αι

διδούσ-ων

διδούσ-αις

διδούσ-ας

διδό-ντα

διδό-ντων

διδοῦσι (< διδο-ντ-σι)

διδό -ντα