masc.

fem.

neut.

δούς,

  δό-ντος

δό-ντι

δό-ντα

δοῦσα

δούσ-ης

δούσ-ῃ

δούσ-αν

-δὸν,

  -δό-ντος

-δό-ντι

-δὸν

(pl.) δόντες

δόντων

δοῦσι (< δο-ντ-σι)

δό-ντας

δούσ-αι

δούσ-ων

δούσ-αις

δούσ-ας

δό-ντα

δό-ντων

δοῦσι (< δο-ντ-σι)

δό -ντα